- έγγραφο
- document
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
έγγραφο — το γραπτή διατύπωση πράξης σύμφωνα με καθορισμένο τύπο, με την οποία ανακοινώνεται ή βεβαιώνεται ή διατάζεται ή αποδείχνεται κάτι: Δημόσιο έγγραφο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
έγγραφο — το (AM ἔγγραφον) βλ. έγγραφος … Dictionary of Greek
συναλλαγματική — Έγγραφο που περιέχει την υπόσχεση ενός προσώπου (που λέγεται εκδότης) ή τη διαταγή προς ένα πρόσωπο (πληρωτής) να πληρώσει ορισμένο ποσό που θα το απαιτήσει ο εφοδιασμένος με το έγγραφο αυτό (λήπτης). Η ιστορική καταγωγή της σ. είναι αβέβαιη.… … Dictionary of Greek
πιστωτικός τίτλος — Έγγραφο με τύπο καθορισμένο από τον νόμο, στο οποίο είναι ενσωματωμένο το δικαίωμα που μνημονεύεται σ’ αυτό. Ο π.τ. έχει την πολύτιμη ιδιότητα να είναι αντικείμενο εύκολης διαπραγμάτευσης, επειδή το δικαίωμα που είναι ενσωματωμένο σε αυτόν είναι… … Dictionary of Greek
βιογραφικό σημείωμα — Έγγραφο για επαγγελματική χρήση, στο οποίο αναγράφονται βασικές πληροφορίες για ένα συγκεκριμένο πρόσωπο. Συντάκτης του είναι συνήθως ο ίδιος ο βιογραφούμενος, ο οποίος και το απευθύνει σε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, που του το έχει ζητήσει για… … Dictionary of Greek
έγγραφος — η, ο (AM ἔγγραφος, ον) 1. γραμμένος, γραπτός («έγγραφη βεβαίωση») 2. το ουδ. ως ουσ. το έγγραφο(ν) γραπτή διατύπωση πράξης ή συμφωνίας που αναφέρει, βεβαιώνει ή αποδεικνύει κάτι νεοελλ. φρ. α) «δημόσιο έγγραφο» αυτό που εκδίδεται από την αρμόδια… … Dictionary of Greek
δίπλωμα — το (AM δίπλωμα) το να διπλώνει κανείς κάτι νεοελλ. 1. τσάκισμα, δίπλωση 2. έγγραφο που αναγνωρίζει επίσημα μια ικανότητα, ειδικότητα, αξία, πτυχίο εκπαιδευτικού ιδρύματος ή αρχής που δίδεται μετά το τέλος τών σπουδών, πτυχίο («δίπλωμα ιατρικής») … Dictionary of Greek
ντοκουμέντο — το 1. έγγραφο ή αντικείμενο το οποίο χρησιμοποιείται ως απόδειξη ή ιστορική πηγή ή για να δώσει έγκυρες πληροφορίες για ένα γεγονός ή έναν ισχυρισμό, τεκμήριο, αποδεικτικό στοιχείο («ιστορικά ντοκουμέντα») 2. επίσημο έγγραφο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ.… … Dictionary of Greek
βεβαίωση — Η δήλωση ενός προσώπου ή μιας αρχής για την ύπαρξη ή ανυπαρξία μιας κατάστασης ή ενός γεγονότος. Ενδιαφέρει το δίκαιο από πολλές απόψεις και αναφέρεται πολύ συχνά στους νόμους, ως αναγκαία προϋπόθεση για τη δημιουργία ή τη μεταβολή μιας έννομης… … Dictionary of Greek
δελτίο — Έντυπο φύλλο χαρτιού που περιέχει σημαντικές πληροφορίες· συνοπτική έκθεση που προέρχεται από αρχή ή υπηρεσία και προορίζεται για ανακοίνωση· κάρτα με σημειώσεις. δ. αποστολής. Νομότυπο έγγραφο που συμπληρώνεται εις τριπλούν και συνοδεύει το… … Dictionary of Greek
διαταγή — Εντολή, προσταγή· επίσης το έγγραφο στο οποίο αναγράφεται η διαταγή. δ. πληρωμής (Νομ.). Όταν πρόκειται για χρηματικές απαιτήσεις που αποδεικνύονται με δημόσιο ή ιδιωτικό έγγραφο, μπορεί να ζητηθεί από τον δικαστή η έκδοση δ. πληρωμής με… … Dictionary of Greek